Η κυστίτιδα είναι μια μορφή ουρολοίμωξης που αφορά την ουροδόχο κύστη. Αυτό συμβαίνει όταν τα ούρα, που είναι άσηπτα(μη μολυσμένα) σε φυσιολογικές συνθήκες, μολυνθούν απο μικρόβια που εισέρχονται σχεδόν πάντα απο την ουρήθρα. Τότε το εσωτερικό της ουροδόχου κύστης ερεθίζεται, κοκκινίζει και αρχίζει να προκαλεί συμπτώματα.
Η κυστίτιδα με την κλασσική οξεία βακτηριακή της μορφή είναι πιο συχνή στις γυναίκες λόγω του μικρότερου μήκους της ουρήθρας τους αλλά και της πιο στενής γειτνίασης της με τον πρωκτό. Οι ηλικίες που προσβάλλονται πιο συχνά είναι οι γυναίκεςαναπαραγωγικής ηλικίας καθώς η σεξουαλική επαφή οδηγεί σε ευκολότερη άνοδο των μικροβίων μέσω της ουρήθρας. Το πιο συχνά ενοχοποιούμενο βακτήριο ειναι το κολοβακτηρίδιο ή E. Coli στο 90% των περιπτώσεων.
Προδιαθέσικοι παράγοντες για κυστίτιδα είναι εκτός απο τη σεξουαλική επαφή, η είσοδος ξένων σωμάτων στην κύστη (καθετήρες, ουρολογικά εργαλεία), η εγκυμοσύνη, ο σακχαρώδης διαβήτης και η υπερπλασία του προστάτη.
Τα συμπτώματα συνήθως είναι:
Η διάγνωση γίνεται απο τον ουρολόγο με την λήψη του ιστορικού και την κλινική εξέταση. Η γενική ούρων και η καλλιέργεια είναι συνηθως θετικές.
Η θεραπεία περιλαμβάνει την άφθονη λήψη υγρών, τη χρήση προφυλακτικού, την ούρηση κάθε φορά μετά απο σεξουαλική επαφή, την (αμφιλεγόμενη) λήψη χυμού απο κράνα και ,αν το κρίνει ο γιατρός, σας τη λήψη αντιβίωσης. Η αντιβίωση σε μια ασθενή με κυστίτιδα για πρώτη φορά είναι μόνο για τρεις μέρες συνήθως. Σε περίπτωση υποτροπιάζουσας ουρολοίμωξης αυξάνεται η διάρκεια της αντιβιοτικής αγωγής μέχρι και για δάστημα 6 μηνών σε ειδική χαμηλή δόση.